σμύριδα

σμύριδα
Ορυκτό που περιέχει κρυστάλλους αλουμίνας, μεγάλης σκληρότητας και χρησιμοποιείται ως λειαντικό. Βασικό συστατικό της σ. είναι το κορούνδιο. Χρησιμοποιείται στη βιομηχανία, με τη μορφή σκόνης για τη λείανση μαρμάρων, αν υγρανθεί με νερό, και για τη λείανση μετάλλων, αν τον ανακατέψουμε με λάδι. Με σ. κατασκευάζονται εξάλλου τα σμυριδόχαρτα, τα σμυριδόπανα και οι σμυριδοτροχοί. Η σ. έχει χρώμα κυανόγκριζο ως γκριζόμαυρο ή μαύρο και είναι πολύ σκληρή εξαιτίας του κορούνδιο που περιέχει. Τα κοιτάσματα του ορυκτού αυτού αναπτύσσονται μέσα σε στρώματα μαρμάρων και δολομίτη, κυρίως στις πολιτείες της Νέας Υόρκης και της Μασαχουσέτης των ΗΠΑ, στη Σαξο-νία, στα Ουράλια και στη Μικρά Ασία. Σ. βρίσκεται και στο νησί της Νάξου, στα μάρμαρα του B.A. τμήματος του νησιού. Τα κοιτάσματα αυτά ανήκουν στο Δημόσιο, η εξόρυξη όμως της σ. γίνεται προνομιακά από τους κάτοικους, και το κράτος αγοράζει τη σ. με τιμή ανάλογη της ποιότητας της. Η σ. της Νάξου, εκτός από το κορούνδιο, περιέχει και μαγνήτη, αιματίτη, λειμονίτη, καθώς και μαργαρίτη, σιδηροπυρίτη κ. ά. Η ζήτηση της σ. της Νάξου ήταν άλλοτε πολύ μεγάλη. Τελευταία όμως, εξαιτίας των διάφορων τεχνητών λειαντικών υλών που επινοήθηκαν η κατανάλωση της περιορίστηκε σημαντικά. Δείγμα του ορυκτού σμύριδα.
* * *
η, / σμύρις, -ιδος, ΝΜΑ, και σμύρη και λόγιος τ. σμύρις Ν, και σμίρις, -ιδος και σμιρίς, -ίδος, Α
ορυκτό οξείδιο τού αργιλίου, που είναι ακάθαρτη ποικιλία τού κορουνδίου, απαντά με τη μορφή πυκνών σκοτεινόχρωμων κοκκωδών ή συμπαγών μαζών, παρόμοιας εμφάνισης με τα σιδηρομεταλλεύματα, και χρησιμοποιείται ως λειαντικό ή στιλβωτικό υλικό
νεοελλ.
φρ. «ναξία σμύρις» — η άριστης ποιότητας σμύριδα που εξορύσσεται στα ορυχεία τής Νάξου, όπου τα κοιτάσματά της είναι τα μεγαλύτερα στον κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. σμύρις με το ρ. σμῶ «σφουγγίζω, καθαρίζω» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, ενώ η αναγωγή της στην ΙΕ ρίζα *smer(u)- «πάχος, λίπος» (πρβλ. μύρο) γεννά, επί πλέον, και σημασιολογικά προβλήματα. Έχει διατυπωθεί, τέλος, και η υπόθεση ότι πρόκειται για σημιτικό δάνειο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σμύριδα — η βλ. σμύρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κορούνδιο — Ορυκτό του αργιλίου (AL2O3) που κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα. Το μέγεθος των κρυστάλλων του φτάνει τα λίγα εκατοστά και συνήθως βρίσκεται άφθονο σε κοιτάσματα μικροκρυσταλλικών μαζών. Όταν δεν περιέχει προσμείξεις, το κ. είναι άχρωμο και… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Γεωλογικό Απειράνθου (Νάξου) — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1966, με πρωτοβουλία του ντόπιου πολιτικού Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, αλλά έκλεισε στη διάρκεια της δικτατορίας. Το 1987 επαναλειτούργησε, με πρωτοβουλία του Μανώλη Γλέζου, και από τότε στεγάζεται στο κτίριο του δημοτικού… …   Dictionary of Greek

  • σμυριδεργάτης — ο, Ν εργάτης που εξορύσσει σμύριδα, σμυριδωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμύριδα + εργάτης] …   Dictionary of Greek

  • διάσπορο — Ορυκτό, φυσικό υδροξείδιο του αργιλίου. Ο χημικός τύπος του είναι ΑlΟΟΗ. Συνήθως βρίσκεται ανακατεμένο με υπολείμματα από οξείδια σιδήρου, χρωμίου, μαγγανίου και γαλλίου. Το δ. κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα, σχηματίζοντας ελασματοειδείς ή… …   Dictionary of Greek

  • 57407-26-8 — Émeri L émeri (du grec σμύριδα) est une roche composée de spinelle et de corindon finement cristallisés, associés à la magnétite ou à l hématite. L émeri est de couleur noire ou gris foncé, moins dense que le corindon brun translucide, avec une… …   Wikipédia en Français

  • Emeri — Émeri L émeri (du grec σμύριδα) est une roche composée de spinelle et de corindon finement cristallisés, associés à la magnétite ou à l hématite. L émeri est de couleur noire ou gris foncé, moins dense que le corindon brun translucide, avec une… …   Wikipédia en Français

  • Émeri — Emeri de Naxos (gisement topotype) Emeri de Naxos (gisement top …   Wikipédia en Français

  • νάξιος — ια, ο (Α νάξιος, ία, ον) [Νάξος] 1. αυτός που προέρχεται από τη Νάξο, ναξιακός 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύρ. όν.) ο Νάξιος, η Ναξία αυτός που γεννήθηκε στη Νάξο ή που κατοικεί στη Νάξο, ο Ναξιώτης 3. φρ. α) «ναξία λίθος» και «ναξία πέτρη» λίθος …   Dictionary of Greek

  • ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”